φιστικάς

φιστικάς
ο торговец фисташками

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φιστικάς" в других словарях:

  • φιστικάς — ο, Ν 1. ιδιοκτήτης εκτάσεων με φιστικιές 2. έμπορος ή πωλητής φιστικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς, κασταν άς)] …   Dictionary of Greek

  • φιστικάς — ο πληθ. άδες, ο ιδιοκτήτης εκτάσεων με φιστικιές, ο έμπορος φιστικιών, ο πωλητής φιστικιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιστικοπώλης — ο, Ν πωλητής φιστικιών, φιστικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + πώλης*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»